- επιστέφω
- (AM ἐπιστέφω) [στέφω]στολίζω με στεφάνινεοελλ.ολοκληρώνω έργο, επιστεγάζωαρχ.-μσν.γεμίζω αγγείο ώς τα χείλη («κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῑο»)αρχ.1. γεμίζω, σκεπάζομαι με κάτι2. φρ. «χοάς επιστέφω τινί» — προσφέρω χοές στον τάφο κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.