επιστέφω

επιστέφω
(AM ἐπιστέφω) [στέφω]
στολίζω με στεφάνι
νεοελλ.
ολοκληρώνω έργο, επιστεγάζω
αρχ.-μσν.
γεμίζω αγγείο ώς τα χείλη («κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῑο»)
αρχ.
1. γεμίζω, σκεπάζομαι με κάτι
2. φρ. «χοάς επιστέφω τινί» — προσφέρω χοές στον τάφο κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιστέφει — ἐπιστέφω filled pres ind mp 2nd sg ἐπιστέφω filled pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστέψαι — ἐπιστέφω filled aor inf act ἐπιστέψαῑ , ἐπιστέφω filled aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέστεφον — ἐπιστέφω filled imperf ind act 3rd pl ἐπιστέφω filled imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεστεμμένοι — ἐπιστέφω filled perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεστέψαντο — ἐπιστέφω filled aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστεψάμενοι — ἐπιστέφω filled aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστέφεσθαι — ἐπιστέφω filled pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστέφοισαι — ἐπιστέφω filled pres part act fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστέφονται — ἐπιστέφω filled pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστέφοντες — ἐπιστέφω filled pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”